ἀκρολοφίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρολοφίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[ορεσίβιος]], [[ορεινός]], [[ορειβάτης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκρολοφίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[ορεσίβιος]], [[ορεινός]], [[ορειβάτης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρολοφίτης:''' ου (ῑ) ὁ житель нагорий, горец Anth.
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρολοφίτης Medium diacritics: ἀκρολοφίτης Low diacritics: ακρολοφίτης Capitals: ΑΚΡΟΛΟΦΙΤΗΣ
Transliteration A: akrolophítēs Transliteration B: akrolophitēs Transliteration C: akrolofitis Beta Code: a)krolofi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A mountaineer, AP6.221 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 83] ὁ, Höhenbewohner, Leo All. 12 (VI, 221); ad. 236 (Plan. 256).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρολοφίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὀρεινός, Ἀνθ. Π. 6. 221.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite sur une hauteur, montagnard.
Étymologie: ἀκρόλοφος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -τας AP 16.256

• Prosodia: [-ῑ-]
montañés, AP 6.221 (Leon.), 16.256.

Greek Monolingual

ἀκρολοφίτης, ο (Α)ἀκρόλοφος
αυτός που κατοικεί σε κορυφή λόφου ή σε ορεινό τόπο.

Greek Monotonic

ἀκρολοφίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ορεσίβιος, ορεινός, ορειβάτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρολοφίτης: ου (ῑ) ὁ житель нагорий, горец Anth.