ἁλίζωνος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλίζωνος:''' -ον (ἅλς, [[ζώνη]]), περιζωσμένος από [[θάλασσα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁλίζωνος:''' -ον (ἅλς, [[ζώνη]]), περιζωσμένος από [[θάλασσα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλίζωνος:''' опоясанный морем ([[Κόρινθος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sea-girt, Call.Sos.24, AP7.218 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 96] meerumgürtet, Κόρινθος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσθμός 48, 199.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίζωνος: -ον, = ὁ περιεζωσμένος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré ou bordé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ζώνη.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -οιο Call.Fr.384.9]
ceñido por el mar ἁλιζώνοιο στείνεος Call.l.c., cf. SHell.991.54, 67, Κόρυνθος AP 7.218 (Antip.Sid.), ἔστεψεν ἁλιζώνου ῥάχιν ἰσθμοῦ Nonn.D.48.199.
Greek Monolingual
ἁλίζωνος, -ον (Μ)
αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.
Greek Monotonic
ἁλίζωνος: -ον (ἅλς, ζώνη), περιζωσμένος από θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίζωνος: опоясанный морем (Κόρινθος Anth.).