ἀκουστέον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(2)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀκούω]],<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ακούσει ή να του δώσει [[προσοχή]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀκουστέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτόν που πρέπει να υπακούει [[κάποιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀκουστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀκούω]],<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ακούσει ή να του δώσει [[προσοχή]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀκουστέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτόν που πρέπει να υπακούει [[κάποιος]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀκούω]]<br /><b class="num">1.</b> one must [[hear]] or [[hearken]] to, c. gen. pers., Hdt., etc.; c. acc. rei, Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀκουστέος]], α, ον, to be hearkened to, Soph.
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουστέον Medium diacritics: ἀκουστέον Low diacritics: ακουστέον Capitals: ΑΚΟΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: akoustéon Transliteration B: akousteon Transliteration C: akousteon Beta Code: a)kouste/on

English (LSJ)

   A one must hear or hearken to, c. gen. pers., E.IA 1010, X.Smp.3.9, etc. (also in pl. ἀκουστέα, Hdt.3.61; τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ' ἀκουστέα S.El.340): c. acc. rei, Pl.R.386a: abs., S.OT 1170.    b one must understand, τι διττῶς Str.9.5.12, cf. Gal. 15.484, Olymp.in Mete.337.14; one must interpret, ὀνείρους Artem. 1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, πρέπει τις νὰ ἀκούση ἢ νὰ δώσῃ προσοχήν, μ. γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 61, Εὐρ. Ι. Α. 1010, Ξεν., κτλ.· μετ’ αἰτ, πράγμ., Πλάτ. Πολ. 386Α: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 1170. 2) ἀκουστέος, α, ον, ὑπακουστέος, πρέπει νὰ ὑπακούηται, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ’ ἀκουστέα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 340· ― πρβλ. ἀκούω IV.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
1 hay que escuchar u obedecer c. gen. σοῦ E.IA 1010, X.Smp.3.9, τῶν κρατούντων S.El.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.R.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.Hum.18, abs. S.OT 1170.
2 hay que entender τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484.

Greek Monotonic

ἀκουστέον: ρημ. επίθ. του ἀκούω,
1. αυτό που πρέπει κάποιος να ακούσει ή να του δώσει προσοχή, με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.
2. ἀκουστέος, , -ον, αυτόν που πρέπει να υπακούει κάποιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀκούω
1. one must hear or hearken to, c. gen. pers., Hdt., etc.; c. acc. rei, Plat.
2. ἀκουστέος, α, ον, to be hearkened to, Soph.