ἀμιθρέω: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμιθρέω:''' από Επικ. μεταθ. αντί [[ἀριθμέω]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀμιθρέω:''' από Επικ. μεταθ. αντί [[ἀριθμέω]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμιθρέω:''' Theocr. v. l. = [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀμιθρός, Ep. and Ion. metath. for ἀριθμέω, ἀριθμός, Nicoch.5 D., Call.Cer.86, Fr.339, Phoen.1.9, Herod.6.6, Simon.228.
German (Pape)
[Seite 124] zählen, für ἀριθμέω, Callim. frg. 339; Phoenix bei Ath. XII, 530 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμιθρέω: ἀμιθρός, κατ’ Ἐπικὴν μετάθ. ἀντὶ ἀριθμέω, ἀριθμός, Καλλ. εἰς Δήμ. 86, Ἀποσπ. 339, Θεόκρ. 13. 72, Ahr., Σιμων. 134: πρβλ. Ruhnk Ἐπισ. Κριτ. σ. 172.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
contar ποίμνι' ἀ. Call.Cer.86, τὰ κρίμν' Herod.6.6, cf. Nicoch.19A, Call.Fr.314, Phoen.2.8, cf. ἀριθμέω.
Greek Monotonic
ἀμιθρέω: από Επικ. μεταθ. αντί ἀριθμέω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμιθρέω: Theocr. v. l. = ἀριθμέω.