ἀγχίθεος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίθεος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στους θεούς, δηλ. όμοιος προς αυτούς σε [[ευδαιμονία]] και ισχύ, ή αυτός που ζει, που κατοικεί μαζί τους, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., [[ημίθεος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀγχίθεος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στους θεούς, δηλ. όμοιος προς αυτούς σε [[ευδαιμονία]] και ισχύ, ή αυτός που ζει, που κατοικεί μαζί τους, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., [[ημίθεος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχίθεος:''' близкий к богам, богоподобный (Φαίηκες Hom.; ἱρέες Luc.).
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχίθεος Medium diacritics: ἀγχίθεος Low diacritics: αγχίθεος Capitals: ΑΓΧΙΘΕΟΣ
Transliteration A: anchítheos Transliteration B: anchitheos Transliteration C: agchitheos Beta Code: a)gxi/qeos

English (LSJ)

ον,

   A near the gods, i.e. akin to them, godlike, Od.5.35: as Subst., demigod, IG3.947, Luc.Syr.D.31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable aux dieux.
Étymologie: ἄγχι, θεός.

English (Autenrieth)

near to the gods (i. e. by relationship, descent), of the Phaeacians, Od. 5.35; see Od. 7.56 ff.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 que está cerca de los dioses, en estrecha relación con ellosde los feacios Od.5.35, 19.279, de Anquises, Ganimedes, etc. h.Ven.200, de ciertos sacerdotes, Luc.Syr.D.31, cf. SHell.991.84
subst. IG 22.4262.4 (imper.).
2 crist. cercano a Cristo μαθηταί Nonn.Par.Eu.Io.1.40.

Greek Monotonic

ἀγχίθεος: -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στους θεούς, δηλ. όμοιος προς αυτούς σε ευδαιμονία και ισχύ, ή αυτός που ζει, που κατοικεί μαζί τους, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., ημίθεος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίθεος: близкий к богам, богоподобный (Φαίηκες Hom.; ἱρέες Luc.).