ἀναθηλέω: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναθηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θάλλω]]), ξαναβλασταίνω, [[φυτρώνω]] εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀναθηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θάλλω]]), ξαναβλασταίνω, [[φυτρώνω]] εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναθηλέω:''' вновь зацветать или вновь зеленеть Hom., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A sprout afresh, οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236.
German (Pape)
[Seite 188] wieder aufgrünen, Il. 1, 236.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθηλέω: ὡς τὸ ἀναθάλλω, βλαστάνω ἐκ νέου, οὐδ’ ἀναθηλήσει, οὐδ’ ἀναβλαστήσει, Ἰλ. Α. 236.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pousser ou fleurir de nouveau.
Étymologie: ἀνά, θάλλω.
English (Autenrieth)
(θάλλω): bloom again, fut., Il. 1.236†.
Spanish (DGE)
reverdecer, retoñar τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει Orac.Sib.11.252
•fig. αὐτίκα γάρ μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ AP 5.264 (Paul.Sil.).
Greek Monotonic
ἀναθηλέω: μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθηλέω: вновь зацветать или вновь зеленеть Hom., Anth.