ἀναλγησία: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλγησία:''' ἡ, [[έλλειψη]] αισθήματος, [[αναισθησία]], [[νωθρία]], [[αδιαφορία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀναλγησία:''' ἡ, [[έλλειψη]] αισθήματος, [[αναισθησία]], [[νωθρία]], [[αδιαφορία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλγησία:''' ἡ<b class="num">1)</b> бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> тупоумие, ограниченность (ἀ. καὶ [[βαρύτης]] Dem.).
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλγησία Medium diacritics: ἀναλγησία Low diacritics: αναλγησία Capitals: ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ
Transliteration A: analgēsía Transliteration B: analgēsia Transliteration C: analgisia Beta Code: a)nalghsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισθ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλγησία: ἡ, ἀναισθησία, νωθρία, ἀδιαφορία, Δημ. 237. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insensibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I carencia de dolor, Ep.Lugd. en Eus.HE 5.1.19.
II 1insensibilidad, impasibilidad ante la desgracia, Arist.EN 1100b32, cf. EE 1220b38
indolencia Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.121)
ante el dolor ajeno carencia de sentimientos, crueldad Ph.2.318, Plu.2.445a.
2 falta de sentido común, insensatez op. φρόνησις Democr.B 193, τῶν Θηβαίων D.18.35.

Greek Monolingual

η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητος
έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο
νεοελλ.
1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια
αρχ.
αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.

Greek Monotonic

ἀναλγησία: ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλγησία:1) бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.;
2) тупоумие, ограниченность (ἀ. καὶ βαρύτης Dem.).