ἀμπελίς: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπελίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[ἄμπελος]],<br /><b class="num">I.</b> νεαρό [[φυτό]] αμπελιού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> το [[πτηνό]] [[ἀμπελίων]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀμπελίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[ἄμπελος]],<br /><b class="num">I.</b> νεαρό [[φυτό]] αμπελιού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> το [[πτηνό]] [[ἀμπελίων]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμπελίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> demin. к [[ἄμπελος]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> предполож. мухоловка (птица - Muscicapa или Butalis grisola) Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of ἄμπελος,
A young vine, vine-plant, Ar.Ach.995. II = ἀμπελίων, Id.Av.304, cf. Poll.6. 52. III kind of sea-plant, Dionys.Av.2.7.
German (Pape)
[Seite 128] ίδος, ἡ, 1) dasselbe, Ar. Ach. 959. – 2) ein Vogel, Ar. Av. 304, vgl. ἀμπελίων. – 3) Bei Opp. Ix. 2, 7 ein Meergewächs.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμπελος, νεαρὰ ἄμπελος, νέον φυτὸν ἀμπέλου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 995. ΙΙ. τὸ πτηνὸν ἀμπελίων Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, πρβλ. Πολυδ. ϛ΄, 52. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ θαλασσίου, Ὀππ. Ἰξ. 2. 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 jeune vigne;
2 vinette, oiseau (cf. ἀμπελίων);
3 sorte de plante marine.
Étymologie: ἄμπελος.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
I bot.
1 cepa joven ἀμπελίδος ὄρχον Ar.Ach.995, Ael.Ep.4.
2 nueza, Brionia dioica Jacq. o agriámpelos, B. cretica L., Diocl.Fr.140.
3 vid marina D.P.Au.2.8.
II orn. un tipo de papamoscas, Muscipapa Sp., Ar.Au.304, Call.Fr.421, 423, Poll.6.52, 77.
Greek Monolingual
(-ίδος), η (Α ἀμπελίς)
1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι
2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή].
Greek Monotonic
ἀμπελίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του ἄμπελος,
I. νεαρό φυτό αμπελιού, σε Αριστοφ.
II. το πτηνό ἀμπελίων, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελίς: ίδος ἡ1) demin. к ἄμπελος Arph.;
2) предполож. мухоловка (птица - Muscicapa или Butalis grisola) Arph.