ἀναπειστήριος: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπειστήριος:''' -α, -ον ([[ἀναπείθω]]), [[πειστικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναπειστήριος:''' -α, -ον ([[ἀναπείθω]]), [[πειστικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπειστήριος:''' убедительный ([[χαύνωσις]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπειστήριος Medium diacritics: ἀναπειστήριος Low diacritics: αναπειστήριος Capitals: ΑΝΑΠΕΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: anapeistḗrios Transliteration B: anapeistērios Transliteration C: anapeistirios Beta Code: a)napeisth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A persuasive, χαύνωσις Ar.Nu.875.

German (Pape)

[Seite 201] überredend, fem. ἀναπειστηρία χαύνωσις Ar. Nubb. 865.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπειστήριος: -α, -ον, καταπειστικός, χαύνωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 875.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui emporte la conviction ; persuasif.
Étymologie: ἀναπείθω.

Spanish (DGE)

-α, -ον persuasivo χαύνωσις Ar.Nu.875.

Greek Monolingual

ἀναπειστήριος, -α, -ον (Α) ἀναπείθω
πειστικός.

Greek Monotonic

ἀναπειστήριος: -α, -ον (ἀναπείθω), πειστικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπειστήριος: убедительный (χαύνωσις Arph.).