ἀνασῴζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επαναφέρω]] ό,τι είχε χαθεί, [[διασώζω]], [[ανακτώ]], σε Σοφ. —<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., <i>ἀνασώζεσθαί τινα φόβου</i>, [[σώζω]] κάποιον από το φόβο, στον ίδ. — Μέσ. με αρχική [[σημασία]], ἀν. τὴν [[ἀρχήν]], [[ανακτώ]] την [[εξουσία]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., [[επιστρέφω]] [[ασφαλής]] από την [[εξορία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[ενθυμούμαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνασῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επαναφέρω]] ό,τι είχε χαθεί, [[διασώζω]], [[ανακτώ]], σε Σοφ. —<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., <i>ἀνασώζεσθαί τινα φόβου</i>, [[σώζω]] κάποιον από το φόβο, στον ίδ. — Μέσ. με αρχική [[σημασία]], ἀν. τὴν [[ἀρχήν]], [[ανακτώ]] την [[εξουσία]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., [[επιστρέφω]] [[ασφαλής]] από την [[εξορία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[ενθυμούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασῴζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> спасать, избавлять (τινὰ ἀπὸ φόνου и φόνου Soph.; τὰς αὑτῶν [[νῆας]] Plut.); pass. спасаться, благополучно возвращаться или прибывать (ἀνασωθῆναι εἰς Κατάνην Lys.; εἰς τὰς πατρίδας Xen.; ἐκ φυγῆς Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> восстанавливать, тж. возвращать, отвоевывать (ἀνασώσασθαι [[ἀρχήν]] Her.; τὴν πατρῴαν [[δόξαν]] Xen.): τὸν μῦθον ἀ. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Plut. показывать истинность рассказа;<br /><b class="num">3)</b> повторять, напоминать (ἐκεῖνο τὸ [[ἔπος]] Her.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασῴζω Medium diacritics: ἀνασῴζω Low diacritics: ανασώζω Capitals: ΑΝΑΣΩΖΩ
Transliteration A: anasṓizō Transliteration B: anasōzō Transliteration C: anasozo Beta Code: a)nasw/|zw

English (LSJ)

fut. -ώσω: pf.

   A ἀνασέσωικεν IG12(5).1061.9 (Ceos, iii B.C.): aor. ἀνέσωισε ib.1004.5 (Ios, iv/iii B.C.), cf. OGI56.11:— recover what is lost, rescue, ἀπὸ φόνου ἔρρυτο κἀνέσωσέ μ' S.OT1351 (lyr.); ἀ. φίλον ἀλλοιωφέντα Arist.EN1165b22:—more freq. in Med., ἀνασῴζεσθαί τινα φόνου rescue from death, S.El.1133; ἀνασωσάμενός μοι δὸς . . Σάμον Hdt.3.140:—but Hdt. commonly uses the Med. in the proper sense, ἀ. τὴν ἀρχήν recover it for oneself, 1.82, 106, etc.; in 3.65 he joins Act. and Med., μὴ ἀνασωσαμένοισι δὲ τὴν ἀρχὴν μηδ' ἐπιχειρήσασι ἀνασῴζειν :—Pass., to be restored, recover, Pl.Phlb.32e; return safe, εἰς Κατάνην Lys.20.24; ἀνασωθῆναι ἐς τὰς πατρίδας, of exiles, X.HG4.8.28; ἐκ φυγῆς Plb.18.27.2, al.    2 preserve in mind, remember, Hdt.6.65.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνασώσω;
1 retirer sauf, sauver de : ἀπὸ φόνου SOPH de la mort;
2 recouvrer;
3 réintégrer (dans sa patrie);
4 conserver ou rappeler le souvenir de;
Moy. ἀνασῴζομαι;
1 sauver de;
2 recouvrer.
Étymologie: ἀνά, σῴζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en autores tard. los ed. escriben indistintamente ἀνασῷζω, ἀνασώζω; dór. pres. inf. ἀνασαοίζεσθαι; aor. ἀνέσωσε IG 12(5).1004.5 (los IV/III a.C.), perf. ἀνασέσῳκεν IG 12(5).1061.9 (Ceos III a.C.)]
A tr.
I 1gener. de pers. salvar μ' ἀπό τε φόνου ἔρυτο κἀνέσωσεν S.OT 1351, αὐτὸν ψυχρολουσίαις ἀνέσωσε D.C.53.30.3, ἀνασῴζω τὸν λαόν μου ἀπὸ γῆς LXX Za.8.7, ἀνασῴζετε ἕκαστος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ LXX Ie.28.6
en v. med. mismo sent. (δοκέω) ... φύσιν αὐτὴν καλέειν με ἀνασώσασθαι ποίημα ἑωυτῆς creo que la propia naturaleza me llama para salvar su obra Hp.Ep.11 (p.326), c. gen. κἀνασώσασθαι φόνου S.El.1133.
2 de palabras, hechos conservar, guardar en la memoria τὸ ἔπος Hdt.6.65, πόνους τοῦ προλεχθέντος χρόνου Ephr.Syr.1.318F.
3 de abstr. salvaguardar, mantener, preservar τὴν ὑπόθεσιν Plu.2.411d, σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν IG 12(5).1061.9 (Ceos III a.C.), νομίσας τούτους πίστιν μοι ἀνασῴζειν PMerton 91.12 (IV d.C.).
II de bienes, mando recobrar, recuperar ἐάν τι ἀπολολὸς πυνθάνονται, [ἀ] νασόι[ξε] ν SEG 10.24.22 (Eleusis V a.C.), τὰ ἱερὰ ἀγάλματα ... εἰς Αἴγυπτον OGI 56.11 (III a.C.), ἀγαθά Pl.Phlb.32e, τὴν εἰκόνα Gr.Naz.M.35.785C, ἀνασώζειν τὴν ἐλευθερίαν recobrar la libertad I.AI 5.214, cf. 6.364
de pers. ἀνέσῳσε τὰ ἀνδράποδα IG 12(5).1004.5 (los IV/III a.C.), cf. Arist.Oec.1353a3, αἰχμαλώτους D.19.166, cf. IPr.17.23 (III a.C.), φίλον ἀλλοιωθέντα Arist.EN 1165b22
en v. med. mismo sent. ἀνασωσάμενός μοι [δὸς] τὴν πατρίδα Σάμον habiendo recobrado mi patria Samos, concédemela Hdt.3.140
pero en v. med. recuperar, recobrar para sí Θυρέας Hdt.1.82, τὴν ἀρχήν Hdt.1.106, 3.73, 6.107, μὴ δὲ ἀνασωσαμένοισι τὴν ἀρχὴν μηδ' ἐπιχειρήσασι ἀνασῴζειν pero si no recuperáis el reino ni lo intentáis Hdt.3.65, τὰ λοιπὰ τῆς ἀρχῆς D.C.36.12.2, cf. 68.25.4.
III revocar τὴν ... θανατηφόρον ... ψῆφον Philost.HE 9.6.
B intr. en v. med.-pas.
I salvarse Plb.18.33.1, τῶν ἀνασωθέντων τις uno de los supervivientes LXX Ge.14.13, cf. Abd.14, καὶ οὐ μὴ διασωθῇ ἐξ αὐτῶν ἀνασῳζόμενος LXX Am.9.1, frec. unido a φεύγω LXX Ie.26.6, μὴ ἔστω αὐτῆς ἀνασῳζόμενος LXX Ie.27.29, cf. La.2.22, Ez.6.8, 9
Ἀνασῳζόμενος El Superviviente tít. de una comedia de Antífanes AB 89, en plu. de Dífilo, Ath.499c, de Hiparco, Ath.477f, de Eubulo, Ath.340d.
II 1ponerse a salvo, acogerse, refugiarse c. ac. de dir. εἰς Κατάνην Lys.20.24, εἰς Σιων LXX Za.2.11, cf. 1Ma.6.53, ἐς τὴν Ῥώμην D.C.42.5.7
c. prep. y gen. de procedencia refugiarse, escaparse ἐξ ὄρους LXX 4Re.19.31, ἐκ γῆς Βαβυλῶνος LXX Ie.27.28, 28.50
de exiliados volver ἐς τὰς πατρίδας X.HG 4.8.28, ἐκ τῆς φυγῆς Plb.18.27.3.
2 abs. volver sano y salvo, volver vivo ὑμᾶς ἀνασωθέντας ὑποδέξαιντο Ἐφέσιοι que los efesios os reciban cuando volváis sanos y salvos X.Eph.1.10.10, ἐκεῖ γὰρ ἀνασωθείσης τῆς λάρνακος habiendo llegado allí sana y salva el arca (de Noé), I.AI 1.92.

Greek Monotonic

ἀνασῴζω: μέλ. -σω, επαναφέρω ό,τι είχε χαθεί, διασώζω, ανακτώ, σε Σοφ. —
1. Μέσ., ἀνασώζεσθαί τινα φόβου, σώζω κάποιον από το φόβο, στον ίδ. — Μέσ. με αρχική σημασία, ἀν. τὴν ἀρχήν, ανακτώ την εξουσία για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., επιστρέφω ασφαλής από την εξορία, σε Ξεν.
2. στη Μέσ. επίσης, διατηρώ στη μνήμη, ενθυμούμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασῴζω: тж. med.
1) спасать, избавлять (τινὰ ἀπὸ φόνου и φόνου Soph.; τὰς αὑτῶν νῆας Plut.); pass. спасаться, благополучно возвращаться или прибывать (ἀνασωθῆναι εἰς Κατάνην Lys.; εἰς τὰς πατρίδας Xen.; ἐκ φυγῆς Polyb.);
2) восстанавливать, тж. возвращать, отвоевывать (ἀνασώσασθαι ἀρχήν Her.; τὴν πατρῴαν δόξαν Xen.): τὸν μῦθον ἀ. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Plut. показывать истинность рассказа;
3) повторять, напоминать (ἐκεῖνο τὸ ἔπος Her.).