ἀνδράγρια: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδράγρια:''' -ων, τά ([[ἀνήρ]], [[ἄγρα]]), [[λάφυρα]] σκοτωμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνδράγρια:''' -ων, τά ([[ἀνήρ]], [[ἄγρα]]), [[λάφυρα]] σκοτωμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδράγρια:''' τά доспехи, снятые с убитого противника Hom.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδράγρια Medium diacritics: ἀνδράγρια Low diacritics: ανδράγρια Capitals: ΑΝΔΡΑΓΡΙΑ
Transliteration A: andrágria Transliteration B: andragria Transliteration C: andragria Beta Code: a)ndra/gria

English (LSJ)

τά,

   A spoils of a slain enemy, Il.14.509.

German (Pape)

[Seite 216] τά, die dem erlegten Manne abgenommene Beute, Hom. einmal, Il. 14, 509.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδράγρια: -ων, τά, λάφυρα φονευθέντος ἐχθροῦ, Ἰλ. Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
dépouilles d’un ennemi.
Étymologie: ἀνήρ, ἄγρα.

English (Autenrieth)

(ἀνήρ, ἄγρη): spoils taken from men, spoils of arms, Il. 14.509†.

Spanish (DGE)

-ων, τά despojos, Il.14.509.

Greek Monolingual

ἀνδράγρια, τα (Α)
τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αγρια, πληθ. του -αγριον < άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

ἀνδράγρια: -ων, τά (ἀνήρ, ἄγρα), λάφυρα σκοτωμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδράγρια: τά доспехи, снятые с убитого противника Hom.