δανειστής: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ.
|lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰνειστής:''' οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δανειστής Medium diacritics: δανειστής Low diacritics: δανειστής Capitals: ΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: daneistḗs Transliteration B: daneistēs Transliteration C: daneistis Beta Code: daneisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A money-lender or creditor, IPE12.32B84 (Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.).    II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.

German (Pape)

[Seite 522] ὁ, der Geld auf Zinsen ausleiht, Gläubiger, Dem. 32, 12; Plut. Sol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς δάνειον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurier.
Étymologie: δανείζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): δανιστ- LXX Pr.29.13, TAM 5(1).231.11 (III d.C.)
1 prestamista o acreedor D.34.7, IEphesos 4A.37, 38 (III a.C.), LXX 4Re.4.1, IPE 12.32B.84 (Olbia III/II a.C.), Ph.2.284, I.AI 9.47, 50, 18.147, Plu.Sol.13, Luc.20, Luc.Cat.17, Eu.Luc.7.41, Artem.3.41, POxy.68.25 (II d.C.), 3741.60 (IV d.C.), PIFAO 3.54.3 (II d.C.), TAM l.c., Alciphr.1.13.1, Hierocl.Facet.50, Iust.Nou.97.3, 119.6
usurero Plaut.Epid.53, 115, Mos.537, 623, Ps.287, ψιλὸς δ. prestamista que no exige garantía hipotecaria, CPR 1.3.5 (III d.C.) en BL 1.111.
2 prestatario, deudor privado IG 22.1635.80 (IV a.C.), PGrenf.2.21.21 (II a.C.), cf. Hsch.
comisario del préstamo en representación de la ciu. IG 12(7).67.41, 68.4 (ambas Amorgos IV/III a.C.).

English (Strong)

from δανείζω; a lender: creditor.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) δανείζω
αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο
αρχ.
εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα.

Greek Monotonic

δᾰνειστής: -οῦ, ὁ (δανείζω), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), πιστωτής, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.