γραμματηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γραμμᾰτηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''γραμμᾰτηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γραμμᾰτηφόρος:''' Plut. = [[γραμματοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A letter-carrier, D.H.20.4, Plu. Galb.8, al., PFlor. 39.6 (iv A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 504] VLL., = γραμματοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτηφόρος: ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.
French (Bailly abrégé)
c. γραμματοφόρος.
Spanish (DGE)
v. γραμματοφόρος.
Greek Monolingual
γραμματηφόρος, ο (AM)
ο ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + -φόρος < φερω. Το συνδετικό φωνήεν -η- του συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων, πρβλ. ασπιδηφόρος)].
Greek Monotonic
γραμμᾰτηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτηφόρος: Plut. = γραμματοφόρος.