ἀργέλοφοι: Difference between revisions
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀργέλοφοι:''' -ων, οἱ, πόδια από [[προβιά]] προβάτου ή ασκού που έχει φτιαχτεί από [[δέρμα]] προβάτου· κατά [[συνέπεια]] γενικά, περιττό, [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀργέλοφοι:''' -ων, οἱ, πόδια από [[προβιά]] προβάτου ή ασκού που έχει φτιαχτεί από [[δέρμα]] προβάτου· κατά [[συνέπεια]] γενικά, περιττό, [[απομεινάρι]], [[λείψανο]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργέλοφοι:''' οἱ досл. ножки овечьих шкур, перен. отбросы, отходы Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ,
A the legs and feet of a sheep-skin, and so generally, offal, Ar.V.672.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργέλοφοι: -ων, οἱ, «ἀργέλοφοι, Ἀττικῶς˙ σημαίνει δὲ τοὺς ποδεῶνας τῶν κωδίων καὶ τῶν ἀσκῶν˙ ποδεὼν δὲ Ἰωνικῶς» Φρύν. ἐν Α. Β. 8, 14˙ ἄχρηστος, σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων, «τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα˙ ἀργέλοφοι γὰρ τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες, οὓς ποδεῶνας καλοῦσι, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 672.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
pattes qui restent attachées à une dépouille d’animal ; fig. accessoires, inutiles.
Étymologie: ἀργός², λόφος.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
• Grafía: graf. ἀργιλ- Hsch.
1 recortes, raeduras de las pieles o el cuero, Phryn.PS 11.1, Hsch., AB 443, Sch.Ar.V.672.
2 fig. desechos τῆς ἀρχῆς Ar.V.672.
Greek Monotonic
ἀργέλοφοι: -ων, οἱ, πόδια από προβιά προβάτου ή ασκού που έχει φτιαχτεί από δέρμα προβάτου· κατά συνέπεια γενικά, περιττό, απομεινάρι, λείψανο, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀργέλοφοι: οἱ досл. ножки овечьих шкур, перен. отбросы, отходы Arph.