ἀντοικτείρω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντοικτείρω:''' μέλ. <i>-ερῶ</i>, [[οικτίρω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντοικτείρω:''' μέλ. <i>-ερῶ</i>, [[οικτίρω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντοικτείρω:''' Eur. = [[ἀντοικτίζω]].
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 264] wieder bemitleiden, Eur. Ion. 312.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοικτείρω: οἰκτείρω τὸν οἰκτείραντά με, καὶ αὐτὸς λυποῦμαι δι’ αὐτόν, ἡμεῖς σ’ ἄρ’ αὖθις, ὦ ξέν’, ἀντοικτείρομεν Εὐρ. Ἴων 312.

French (Bailly abrégé)

c. ἀντοικτίρω.

Greek Monotonic

ἀντοικτείρω: μέλ. -ερῶ, οικτίρω με τη σειρά μου, τινά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοικτείρω: Eur. = ἀντοικτίζω.