ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἐπί, [[πλέκω]]<br />without [[connection]] with others, [[isolated]], Strab.
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίπλεκτος Medium diacritics: ἀνεπίπλεκτος Low diacritics: ανεπίπλεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepíplektos Transliteration B: anepiplektos Transliteration C: anepiplektos Beta Code: a)nepi/plektos

English (LSJ)

ον,

   A without connexion with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.

German (Pape)

[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: ἀ, ἐπιπλέκω.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.

Greek Monolingual

ἀνεπίπλεκτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος.

Greek Monotonic

ἀνεπίπλεκτος: -ον (ἐπί, πλέκω), αυτός που δεν έχει επικοινωνία ή σύνδεση με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.

Middle Liddell

[ἐπί, πλέκω
without connection with others, isolated, Strab.