ἀπωστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπωστός:''' -ή, -όν ([[ἀπωθέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπωστός:''' -ή, -όν ([[ἀπωθέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπωστός:''' <b class="num">1)</b> изгнанный (γῆς Her., Soph.);<br /><b class="num">2)</b> отогнанный: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωστός Medium diacritics: ἀπωστός Low diacritics: απωστός Capitals: ΑΠΩΣΤΟΣ
Transliteration A: apōstós Transliteration B: apōstos Transliteration C: apostos Beta Code: a)pwsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019.    II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.

German (Pape)

[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 repoussé, chassé de, gén.;
2 qui ne peut être repoussé ou chassé.
Étymologie: ἀπωθέω.

Spanish (DGE)

-όν
echado, expulsado τῆς ἑωυτοῦ (γῆς) Hdt.6.5, cf. 1.71, S.Ai.1019, ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου Fauorin.Fr.17, ἀπωστός· φυγάς Hsch.

Greek Monolingual

βλ. απωθώ.

Greek Monotonic

ἀπωστός: -ή, -όν (ἀπωθέω),
I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπωστός: 1) изгнанный (γῆς Her., Soph.);
2) отогнанный: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.