ἐξιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξιδρύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐξιδρύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξιδρύω:''' <b class="num">1)</b> усаживать, сажать (τινά Soph.);<br /><b class="num">2)</b> селить: [[τηλοῦ]] τινος βίοτον ἐξιδρύεσθαι Eur. селиться вдали от чего-л.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιδρύω Medium diacritics: ἐξιδρύω Low diacritics: εξιδρύω Capitals: ΕΞΙΔΡΥΩ
Transliteration A: exidrýō Transliteration B: exidryō Transliteration C: eksidryo Beta Code: e)cidru/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ],

   A make to sit down, S.OC11:—Med., βίοτον ἐξιδρυσάμην I have settled, E.Fr.884.

German (Pape)

[Seite 881] niedersetzen u. ausruhen lassen, Soph. O. C. 11. – Med., τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην , habe mich abgesondert niedergelassen, Eur. frg. inc. 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ βάλε με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., τηλοῦ γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.

French (Bailly abrégé)

faire asseoir.
Étymologie: ἐξ, ἱδρύω.

Greek Monolingual

ἐξιδρύω (Α)
βάζω κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και βάλε με να κάτσω, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐξιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], βάζω κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξιδρύω: 1) усаживать, сажать (τινά Soph.);
2) селить: τηλοῦ τινος βίοτον ἐξιδρύεσθαι Eur. селиться вдали от чего-л.