ἑπταβόειος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑπταβόειος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑπταβόειος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑπτᾰβόειος:''' <b class="num">1)</b> сделанный (сшитый) из семи бычачьих шкур ([[σάκος]] Hom., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> шутл. словно обшитый семью шкурами, семишкурный (θυμοί Arph.).
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτᾰβόειος Medium diacritics: ἑπταβόειος Low diacritics: επταβόειος Capitals: ΕΠΤΑΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: heptabóeios Transliteration B: heptaboeios Transliteration C: eptavoeios Beta Code: e(ptabo/eios

English (LSJ)

ον,

   A of seven bulls'-hides, σάκος Il.7.220,222, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. Ar.Ra.1017.

German (Pape)

[Seite 1012] aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius, Il.; komisch θυμοὶ ἑπταβόειοι Ar. Ran. 1017, fest, unerschütterlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταβόειος: -ον, κεκαλυμμένος δι’ ἑπτὰ πτυχῶν βοείου δέρματος, φέρων σάκος... χάλκεον, ἑπταβόειον Ἰλ. Η. 220˙ σάκος αἴολον, ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων αὐτόθι 222, κτλ.˙ κωμικῶς, θυμοὶ ἑπτ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1017, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de sept peaux de bœuf.
Étymologie: ἑπτά, βοῦς.

English (Autenrieth)

(βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)

Greek Monolingual

ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἑπταβόειος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰβόειος: 1) сделанный (сшитый) из семи бычачьих шкур (σάκος Hom., Plut.);
2) шутл. словно обшитый семью шкурами, семишкурный (θυμοί Arph.).