ζαμενέω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζᾰμενέω:''' [[εξαπολύω]] όλη μου την ισχύ, [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου ή είμαι [[παράφορα]] οργισμένος, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ζᾰμενέω:''' [[εξαπολύω]] όλη μου την ισχύ, [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου ή είμαι [[παράφορα]] οργισμένος, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζᾰμενέω:''' бесноваться, неистовствовать, выходить из себя Hes.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰμενέω Medium diacritics: ζαμενέω Low diacritics: ζαμενέω Capitals: ΖΑΜΕΝΕΩ
Transliteration A: zamenéō Transliteration B: zameneō Transliteration C: zameneo Beta Code: zamene/w

English (LSJ)

   A to put forth all one's fury, Hes.Th.928.

German (Pape)

[Seite 1136] (Kraft anstrengen, oder) sehr zürnen, Hes. Th. 928.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰμενέω: σφόδρα ὀργίζομαι ἢ ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, Ἡσ. Θ. 928.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être furieux.
Étymologie: ζαμενής.

Greek Monotonic

ζᾰμενέω: εξαπολύω όλη μου την ισχύ, εντείνω τις δυνάμεις μου ή είμαι παράφορα οργισμένος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ζᾰμενέω: бесноваться, неистовствовать, выходить из себя Hes.