ὀγκωτός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγκωτός:''' -ή, -όν, συσσωρευμένος, υψωμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀγκωτός:''' -ή, -όν, συσσωρευμένος, υψωμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγκωτός:''' нагроможденный ([[τάφος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A heaped up, τάφος AP9.117 (Stat. Flacc.) ; κόνις Epigr.Gr.234 (Smyrna).
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκωτός: -ή, -όν, εἰς σωρὸν κατεσκευασμένος, τάφος Ἀνθ. Π. 9. 117· κόνις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 234.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
formé d’un monceau (de terre).
Étymologie: ὀγκόω².
Greek Monolingual
ὀγκωτός, -ή, -όν (Α) ογκώ
1. αυξημένος σε όγκο, φουσκωτός («ὀγκωτοῡ τάφου», Ανθ. Παλ.)
2. κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ κόνις», επιγρ.).
Greek Monotonic
ὀγκωτός: -ή, -όν, συσσωρευμένος, υψωμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγκωτός: нагроможденный (τάφος Anth.).