ἠπειρόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπειρόω:''' [[μεταβάλλω]] σε [[ξηρά]], σε Ανθ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ήπειρος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἠπειρόω:''' [[μεταβάλλω]] σε [[ξηρά]], σε Ανθ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ήπειρος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπειρόω:''' <b class="num">1)</b> превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);<br /><b class="num">2)</b> делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρόω Medium diacritics: ἠπειρόω Low diacritics: ηπειρόω Capitals: ΗΠΕΙΡΟΩ
Transliteration A: ēpeiróō Transliteration B: ēpeiroō Transliteration C: ipeiroo Beta Code: h)peiro/w

English (LSJ)

   A to make into mainland, opp. θαλαττόω, Arist.Mu.400a28; βυθόν AP9.670:—Pass., to become so, Th.2.102, Ph.2.511.

German (Pape)

[Seite 1174] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρόω: μεταβάλλω εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις πολλάκις καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. γίνομαι ἤπειρος, καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transformer en terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος.

Greek Monotonic

ἠπειρόω: μεταβάλλω σε ξηρά, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι ήπειρος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρόω: 1) превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);
2) делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.).