ἐνστάτης: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), [[αντίπαλος]], [[εχθρός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐνστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), [[αντίπαλος]], [[εχθρός]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ противник Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A adversary, S.Aj.104, Ael.Fr.248.
German (Pape)
[Seite 852] ὁ, Gegner, Widersacher, Soph. Ai. 104 u. Sp., bes. der Gegner im Proceß.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀντίπαλος, ἐχθρός, Σοφ. Αἴ. 104, Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. qui se dresse contre, qui barre le chemin ; adversaire, ennemi.
Étymologie: ἐνίστημι.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
adverso, contrario, hostil ὁ τῷ οἴκῳ αὐτῷ γεγενημένος ἐ. δαίμων Ael.Fr.23, cf. 246, ὁ δῆμος παρῆν ... ἐ. καὶ ἐναγώνιος Synes.Ep.66 (p.107.1)
•subst. ὁ ἐ. rival, enemigo Ὀδυσσέα τὸν σὸν ἐνστάτην λέγω S.Ai.104.
Greek Monolingual
ἐνστάτης, ο (Α) ενίστημι
1. αντίπαλος, εχθρός
2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις.
Greek Monotonic
ἐνστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), αντίπαλος, εχθρός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνστάτης: ου (ᾰ) ὁ противник Soph.