καταμαργάω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(5) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταμαργάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[εκτός]] [[εαυτού]] λόγω μανίας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καταμαργάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[εκτός]] [[εαυτού]] λόγω μανίας, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ionic -έω fut. ήσω<br />to be [[stark]] mad, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. καταμαργέω,
A to be stark mad, rave, φθόνῳ Hdt.8.125.
German (Pape)
[Seite 1362] ion. -μαργέω, ganz rasend, unsinnig sein, φθόνῳ Her. 8, 125.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαργάω: Ἰων. -έω, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ μανίας, φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 125.
Greek Monotonic
καταμαργάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, είμαι εκτός εαυτού λόγω μανίας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic -έω fut. ήσω
to be stark mad, Hdt.