περαντικός: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περαντικός:''' -ή, -όν ([[περαίνω]]), [[τελικός]], [[τελειωτικός]], [[αμφισβήτητος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περαντικός:''' -ή, -όν ([[περαίνω]]), [[τελικός]], [[τελειωτικός]], [[αμφισβήτητος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περαντικός:''' <b class="num">1)</b> логически рассуждающий, убедительный (sc. [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> логический ([[λόγος]] Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A conclusive, Ar. Eq.1378; π. λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219. II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.
Greek (Liddell-Scott)
περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.
Greek Monotonic
περαντικός: -ή, -όν (περαίνω), τελικός, τελειωτικός, αμφισβήτητος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περαντικός: 1) логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.);
2) логический (λόγος Diog. L.).