στυλόω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῡλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[υποστηρίζω]] με στύλους· μεταφ. σε Μέσ., <i>ζωὴν στυλώσασθαι</i>, [[στηρίζω]] την [[ζωή]] μου (μέσω τεκνοποιίας), σε Ανθ.
|lsmtext='''στῡλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[υποστηρίζω]] με στύλους· μεταφ. σε Μέσ., <i>ζωὴν στυλώσασθαι</i>, [[στηρίζω]] την [[ζωή]] μου (μέσω τεκνοποιίας), σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=στυλόω [στῦλος] alleen med. ondersteunen.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡλόω Medium diacritics: στυλόω Low diacritics: στυλόω Capitals: ΣΤΥΛΟΩ
Transliteration A: stylóō Transliteration B: styloō Transliteration C: styloo Beta Code: stulo/w

English (LSJ)

   A prop or stay with pillars, Apollod.Poliorc.145.10 (Pass.); ἀχυρὼν ἐστυλωμένος Inscr.Délos 445.22 (ii B.C.): metaph., ζωὴν στυλώσασθαι give stay to one's life (by means of children), AP7.648 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 959] mit Säulen stützen, ζωὴν στυλώσασθαι, seinem Leben durch Kinder eine Stütze geben, Leon. Tar. 64 (VII, 648). Vgl. στῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

στῡλόω: ὑποστηρίζω διὰ στύλων, στυλώνω, Ἀπολλ. Πολιορκ. 17Β· μεταφ., ζωὴν στυλοῦμαι, παρέχω στήριγμα εἰς τὴν ζωήν μου (διὰ μέσου τῶν τέκνων), Ἀνθ. Π. 7. 648.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
soutenir à l’aide de poteaux, boiser ou blinder (une galerie de mine);
Moy. στυλόομαι-οῦμαι asseoir sur des colonnes, fig. soutenir, étayer.
Étymologie: στῦλος.

Greek Monotonic

στῡλόω: μέλ. -ώσω, υποστηρίζω με στύλους· μεταφ. σε Μέσ., ζωὴν στυλώσασθαι, στηρίζω την ζωή μου (μέσω τεκνοποιίας), σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυλόω [στῦλος] alleen med. ondersteunen.