προκαθεύδω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκαθεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] από [[πριν]] ή [[πρώτος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προκαθεύδω:''' μέλ. <i>-ευδήσω</i>, [[κοιμάμαι]] από [[πριν]] ή [[πρώτος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-καθεύδω gaan liggen slapen voor. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -ευδήσω,
A sleep before or first, Ar.V.104. II sleep for or on behalf of another, προεγρηγορότας καὶ προκαθεύδοντας Philostr. VA8.7.
German (Pape)
[Seite 726] (s. εὕδω), vorher, davor schlafen, Ar. Vesp. 104.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, καθεύδω, κοιμῶμαι πρότερον ἢ πρῶτος, Ἄριστοφ. Σφ. 104.
French (Bailly abrégé)
dormir d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, καθεύδω.
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος
2. κοιμάμαι αντί για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].
Greek Monotonic
προκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι από πριν ή πρώτος, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καθεύδω gaan liggen slapen voor.