συγκεχυμένως: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκεχυμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συγχέω]], ατάκτως, ανάκατα, [[φύρδην]] [[μίγδην]], [[τουρλού]] [[τουρλού]], αδιακρίτως, σε Αριστ. | |lsmtext='''συγκεχυμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συγχέω]], ατάκτως, ανάκατα, [[φύρδην]] [[μίγδην]], [[τουρλού]] [[τουρλού]], αδιακρίτως, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκεχῠμένως:''' спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv. of συγχέω,
A indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.
German (Pape)
[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συγκεχυμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συγχέω, ατάκτως, ανάκατα, φύρδην μίγδην, τουρλού τουρλού, αδιακρίτως, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συγκεχῠμένως: спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.