ἱεροφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· <i>βίβλοι ἱερ</i>., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἱεροφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· <i>βίβλοι ἱερ</i>., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροφαντικός:''' жреческий ([[στέμμα]] Luc.; βίβλοι Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:03, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροφαντικός Medium diacritics: ἱεροφαντικός Low diacritics: ιεροφαντικός Capitals: ΙΕΡΟΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hierophantikós Transliteration B: hierophantikos Transliteration C: ierofantikos Beta Code: i(erofantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱ.,= Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. -κῶς Luc.Alex.39.

German (Pape)

[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.

Greek Monolingual

ἱεροφαντικός, -ή, -όν (Α) ιεροφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ.
β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.).
επίρρ...
ἱεροφαντικῶς
κατά τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν ιεροφάντης, μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς.

Greek Monotonic

ἱεροφαντικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· βίβλοι ἱερ., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφαντικός: жреческий (στέμμα Luc.; βίβλοι Plut.).