λαμπαδηφορία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαμπᾰδηφορία:''' Ιων. [[λαμπαδηφορίη]], <i>ἡ</i>, = [[λαμπαδηδρομία]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''λαμπᾰδηφορία:''' Ιων. [[λαμπαδηφορίη]], <i>ἡ</i>, = [[λαμπαδηδρομία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαμπᾰδηφορία:''' ион. λαμπᾰδηφορίη ἡ несение факелов (во время лампадодромии) Her., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A = λαμπαδηδρομία, Hdt.8.98.
German (Pape)
[Seite 11] ἡ, das Fackeltragen, eine Art Fackellauf, Her. 8, 98.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un flambeau dans les courses.
Étymologie: λαμπαδηφόρος.
Greek Monolingual
η (AM λαμπαδηφορία, Α ιων. τ. λαμπαδηφορίη) λαμπαδηφόρος
πομπή, παρέλαση ή αγώνας δρόμου κατά τη νύχτα με αναμμένους δαυλούς.
Greek Monotonic
λαμπᾰδηφορία: Ιων. λαμπαδηφορίη, ἡ, = λαμπαδηδρομία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λαμπᾰδηφορία: ион. λαμπᾰδηφορίη ἡ несение факелов (во время лампадодромии) Her., Plat.