ἐνυδρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνυδρόβιος:''' живущий на воде (χῆνες Anth.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυδρόβῐος Medium diacritics: ἐνυδρόβιος Low diacritics: ενυδρόβιος Capitals: ΕΝΥΔΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: enydróbios Transliteration B: enydrobios Transliteration C: enydrovios Beta Code: e)nudro/bios

English (LSJ)

ον,

   A living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit sur l’eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.

Spanish (DGE)

-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).

Greek Monolingual

ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.

Greek Monotonic

ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).