διχήρης: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐχήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το [[μήνα]] σε [[δύο]] μέρη, με γεν., λέγεται για το [[φεγγάρι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δῐχήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το [[μήνα]] σε [[δύο]] μέρη, με γεν., λέγεται για το [[φεγγάρι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐχήρης:''' разделяющий пополам ([[κύκλος]] [[πανσέληνος]] μηνὸς δ. Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A dividing in twain, κύκλος . . μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion1156.
German (Pape)
[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.
Spanish (DGE)
(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.
Greek Monolingual
διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.
Greek Monotonic
δῐχήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δῐχήρης: разделяющий пополам (κύκλος πανσέληνος μηνὸς δ. Eur.).