καταισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταισθάνομαι:''' μέλ <i>-αισθήσομαι</i>, αποθ., [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] πλήρως, σε Σοφ.
|lsmtext='''καταισθάνομαι:''' μέλ <i>-αισθήσομαι</i>, αποθ., [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] πλήρως, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταισθάνομαι:''' (ясно) замечать, узнавать: [[ὅταν]] καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. когда ты узнаешь (в какой) брак (ты вступил).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισθάνομαι Medium diacritics: καταισθάνομαι Low diacritics: καταισθάνομαι Capitals: ΚΑΤΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: kataisthánomai Transliteration B: kataisthanomai Transliteration C: kataisthanomai Beta Code: kataisqa/nomai

English (LSJ)

   A perceive, τι S.OT422.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. αἰσθάνομαι), verstärktes simplex, ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. O. R. 422.

Greek (Liddell-Scott)

καταισθάνομαι: ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sbj. 3ᵉ sg. καταίσθῃ;
s’apercevoir de, apprendre, acc..
Étymologie: κατά, αἰσθάνομαι.

Greek Monolingual

καταισθάνομαι (Α)
αντιλαμβάνομαι κάποιον πλήρως.

Greek Monotonic

καταισθάνομαι: μέλ -αισθήσομαι, αποθ., καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι πλήρως, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταισθάνομαι: (ясно) замечать, узнавать: ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. когда ты узнаешь (в какой) брак (ты вступил).