ὁδοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁδοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[επιστάτης]], [[επιθεωρητής]] των [[δρόμων]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὁδοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[επιστάτης]], [[επιθεωρητής]] των [[δρόμων]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁδοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ дорожный страж Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A watcher of the roads, Hdt.7.239. II=ὁδουρός II, Eust. 1445.20.
German (Pape)
[Seite 294] ακος, ὁ, Weghüter, Straßenwächter, Her. 7, 239 u. Sp. – Auch Wegelagerer, Straßenräuber, Eust. Od. 1445.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ τὰς ὁδοὺς φυλάττων, Ἡρόδ. 7. 239. ΙΙ. = ὁδουρὸς ΙΙ, Εὐστ. 1445. 20.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des routes ou des rues.
Étymologie: ὁδός, φύλαξ.
Greek Monotonic
ὁδοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, επιστάτης, επιθεωρητής των δρόμων, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ дорожный страж Her.