ἑδριάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑδριάω:'''<b class="num">I.</b> [[καθίζω]] ή [[τοποθετώ]] — Παθ., [[κάθομαι]], σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., <i>ἑδριόωνται</i>, [[ἑδριόωντο]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., <i>ἑδριάασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[κάθομαι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἑδριάω:'''<b class="num">I.</b> [[καθίζω]] ή [[τοποθετώ]] — Παθ., [[κάθομαι]], σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., <i>ἑδριόωνται</i>, [[ἑδριόωντο]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., <i>ἑδριάασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[κάθομαι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑδριάω:''' сидеть Theocr.; med. Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδριάω Medium diacritics: ἑδριάω Low diacritics: εδριάω Capitals: ΕΔΡΙΑΩ
Transliteration A: hedriáō Transliteration B: hedriaō Transliteration C: edriao Beta Code: e(dria/w

English (LSJ)

   A seat or set:— Pass., sit, only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.Th.388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35.    II intr. in Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.

German (Pape)

[Seite 717] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδριάω: παθ., καθέζομαι, μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κάθημαι, Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être assis;
Moy. ἑδριάομαι (seul. prés. et impf.) m. sign.
Étymologie: ἕδρα.

Spanish (DGE)

• Morfología: [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο Il.10.198, inf. ἑδριάασθαι Il.11.646]
sentarse, estar sentado en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il.10.198, cf. Od.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε Il.11.646, 778, cf. Od.3.35, h.Cer.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.Th.388
en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) Ἀλέξανδρος ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει Eleg.Alex.Adesp.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.A.804.

Greek Monotonic

ἑδριάω:I. καθίζω ή τοποθετώ — Παθ., κάθομαι, σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., ἑδριάασθαι, στον ίδ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., κάθομαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἑδριάω: сидеть Theocr.; med. Hom., Hes.