προκαταθέω: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκαταθέω:''' [[τρέχω]] [[μπροστά]] από [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προκαταθέω:''' [[τρέχω]] [[μπροστά]] από [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκαταθέω:''' выбегать вперед, т. е. совершать набеги (οἱ ἱππεῖς προκαταθέοντες Xen. - v. l. καταθέοντες). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A run down before, v.l. in X. An.6.3.10.
German (Pape)
[Seite 728] (s. θέω), vorher od. voran herablaufen, gegen Einen einen Streifzug machen, Xen. An. 6, 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταθέω: τρέχω πρὸς τὰ κάτω πρότερον, Ξεν Ἀνάβ. 6. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
courir en avant.
Étymologie: πρό, καταθέω.
Greek Monolingual
Α
τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»].
Greek Monotonic
προκαταθέω: τρέχω μπροστά από κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προκαταθέω: выбегать вперед, т. е. совершать набеги (οἱ ἱππεῖς προκαταθέοντες Xen. - v. l. καταθέοντες).