τραχηλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰχηλιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, [[μέρος]] του τραχήλου, σε Στράβ.
|lsmtext='''τρᾰχηλιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, [[μέρος]] του τραχήλου, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰχηλιαῖος, η, ον<br />of, on, or from the [[neck]], Strab.
}}
}}

Revision as of 02:04, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλιαῖος Medium diacritics: τραχηλιαῖος Low diacritics: τραχηλιαίος Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: trachēliaîos Transliteration B: trachēliaios Transliteration C: trachiliaios Beta Code: traxhliai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perh. to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ μέρος τοῦ τραχήλου, «κόλλοψ τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, ἤγουν ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον οὕτως ἀντὶ τραχηλιμαῖος παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.

Greek Monolingual

-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῡ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].

Greek Monotonic

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, μέρος του τραχήλου, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾰχηλιαῖος, η, ον
of, on, or from the neck, Strab.