σφαγεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφαγεῖον:''' τό ([[σφάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] ή [[δοχείο]] όπου συνέλεγαν το [[αίμα]] του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σφάγιον]], [[ιερό]] [[θύμα]] που προσφέρθηκε ως [[θυσία]], στον ίδ.
|lsmtext='''σφαγεῖον:''' τό ([[σφάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] ή [[δοχείο]] όπου συνέλεγαν το [[αίμα]] του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σφάγιον]], [[ιερό]] [[θύμα]] που προσφέρθηκε ως [[θυσία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφᾰγεῖον:''' τό<b class="num">1)</b> сосуд для жертвенной крови Aesch., Eur., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> Eur. = [[σφάγιον]] 1.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγεῖον Medium diacritics: σφαγεῖον Low diacritics: σφαγείον Capitals: ΣΦΑΓΕΙΟΝ
Transliteration A: sphageîon Transliteration B: sphageion Transliteration C: sfageion Beta Code: sfagei=on

English (LSJ)

τό, (σφάζω)

   A bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, E.El.800, IT335, Cyc.395 (dub. l.), Ar.Th.754, IG 22.1543: pl., ib.1424a145:—in A.Ag.1092, for ἀνδρὸς σφάγιον Dobree restored ἀνδροσφαγεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

σφαγεῖον: τό, (σφάζω) «τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν ἀνδροσφαγεῖον. ΙΙ. ὡς τὸ σφάγιον, αὐτὸ τὸ θῦμα, Εὐρ. Τρῳ. 742.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour recueillir le sang de la victime.
Étymologie: σφάζω.

Greek Monotonic

σφαγεῖον: τό (σφάζω),
I. αγγείο ή δοχείο όπου συνέλεγαν το αίμα του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.
II. = σφάγιον, ιερό θύμα που προσφέρθηκε ως θυσία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγεῖον: τό1) сосуд для жертвенной крови Aesch., Eur., Arph.;
2) Eur. = σφάγιον 1.