κοινολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινολογησάμην</i>, παρακ. <i>κεκοινολόγημαι</i>· ([[λόγος]])· [[συσκέπτομαι]] ή συναποφασίζω, [[συνομιλώ]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
|lsmtext='''κοινολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινολογησάμην</i>, παρακ. <i>κεκοινολόγημαι</i>· ([[λόγος]])· [[συσκέπτομαι]] ή συναποφασίζω, [[συνομιλώ]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινολογέομαι:''' <b class="num">1)</b> беседовать, совещаться, обсуждать (τινι Her.; τινι περί τινος Arst.; πρός τινα Thuc.; πρός τινα [[ὑπέρ]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> сообщать (πρὸς τὸ [[οὖς]] ἀλλήλοις Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινολογέομαι Medium diacritics: κοινολογέομαι Low diacritics: κοινολογέομαι Capitals: ΚΟΙΝΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: koinologéomai Transliteration B: koinologeomai Transliteration C: koinologeomai Beta Code: koinologe/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι Plb.21.39.2: aor.

   A ἐκοινολογησάμην Hdt.6.23, Th.8.98, etc.: later aor. Pass. ἐκοινολογήθην Plb.2.5.4, al., SIG568.4 (Halasarna, iii B.C.): pf.κεκοινολόγημαι OGI315.37 (Pessinus, ii B.C.), D.C.49.41: plpf. ἐκεκοινολόγηντο Th.7.86: (λόγος): —commune, take counsel with, τινι Hdt.6.23, Th.8.98, etc.; πρός τινα Id.7.86, Plb.18.34.5, Jul.Caes.335c; κ. ἀλλήλοις περί τινος Arist. Pol.1268b7; πρός τινα ὑπέρ τινος Plb.10.42.4; κ. περί τινος deliberate on... D.S.19.46; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Luc.Deor.Conc.1.    II Pass., γράμματα-λογούμενα κατὰ μίμησιν signs used with common (i.e. direct) significance, opp. ἀλληγορούμενα, Porph.VP12.

German (Pape)

[Seite 1468] sich gemeinschaftlich besprechen, sich mit Einem berathen, verabreden; τινί, Her. 6, 23; ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο Thuc. 7, 86; τινὶ περί τινος, Arist. pol. 2, 8; Pol. u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 4 da calumn. 2 Nigr. 24. – Neben dem aor. med., z. B. Her. a. a. O., Xen. Hell. pass., κοινολογηθῆναι πρὸς ἀλλήλους ὑπὲρ τῶν ἐνεστώτων Pol. 10, 42, 4, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πολύβ.: ἀόρ. ἐκοινολογησάμην Ἡρόδ. 6. 23, Θουκ., κτλ.· βραδύτερον ὡσαύτως, ἀόρ. παθ., ἐκοινολογήθην Πολύβ. 2. 5, 4, κτλ.: πρκμ. κεκοινολόγημαι Δίων Κ. 49. 41: ὑπερσυντ. ἐκεκοινολόγηντο Θουκ. 7. 86. (λόγος). ― Συσκέπτομαι μετά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην του, συνομιλῶ, τινι Ἡρόδ. 6. 23, καὶ Ἀττ.· πρός τινα Θουκ. 7. 86· κ. τινι περί τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 13· πρός τινα ὑπέρ τινος Πολύβ. 10. 42, 4· ὡσαύτως, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 31. 13. 5, Διόδ.· κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 4.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. κοινολογήσομαι, ao. ἐκοινολογησάμην, pf. κεκοινολόγημαι;
converser, s’entretenir : τινι, πρός τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι communiquer qch à l’oreille de qqn.
Étymologie: κοινός, λόγος.

Greek Monotonic

κοινολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐκοινολογησάμην, παρακ. κεκοινολόγημαι· (λόγοςσυσκέπτομαι ή συναποφασίζω, συνομιλώ με, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κοινολογέομαι: 1) беседовать, совещаться, обсуждать (τινι Her.; τινι περί τινος Arst.; πρός τινα Thuc.; πρός τινα ὑπέρ τινος Polyb.);
2) сообщать (πρὸς τὸ οὖς ἀλλήλοις Luc.).