ὑποπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποπόλιος:''' -ον, κάπως [[γκρίζος]], γκριζωπός, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑποπόλιος:''' -ον, κάπως [[γκρίζος]], γκριζωπός, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποπόλιος:''' седоватый, с проседью Anacr., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A somewhat grey, Anacr.25, Poll.2.12.
German (Pape)
[Seite 1229] etwas grau, bes. vom Haupthaare, Luc. Herc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπόλιος: -ον, ὀλίγον τι πολιός, Λουκ. Προλαλιὰ ἢ Ἡρακλ. 8, Πολυδ. Β΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
grisonnant.
Étymologie: ὑπό, πολιός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολιός «γκρίζος, φαιός»].
Greek Monotonic
ὑποπόλιος: -ον, κάπως γκρίζος, γκριζωπός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπόλιος: седоватый, с проседью Anacr., Luc.