σύγχροος: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i> ([[χρόα]]), αυτός που έχει παρόμοιο [[χρώμα]] ή όψη με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιόχρωμος]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''σύγχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i> ([[χρόα]]), αυτός που έχει παρόμοιο [[χρώμα]] ή όψη με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιόχρωμος]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγχροος:''' стяж. [[σύγχρους]] 2<br /><b class="num">1)</b> досл. одноцветный, перен. единообразный (sc. [[ὁδός]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> гладкий, без пятен, чистый ([[ψυχή]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, contr. σύγχρους, ουν, (χρόα)
A of like colour or look, Plb. 3.46.6. II skin to skin, touching, Posidipp. ap. Ath.13.596d, Nic. Fr.32.
German (Pape)
[Seite 972] zsgz. σύγχρους, gleichfarbig; Posidipp. bei Ath. XIII, 596 d; Pol. 3, 46, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, (χρόα) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ ὁμόχροος, Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 de même couleur, de même aspect;
2 qui touche à, uni.
Étymologie: σύν, χροός.
Greek Monotonic
σύγχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει παρόμοιο χρώμα ή όψη με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
σύγχροος: стяж. σύγχρους 2
1) досл. одноцветный, перен. единообразный (sc. ὁδός Polyb.);
2) гладкий, без пятен, чистый (ψυχή Plut.).