κρεκάδια: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρεκάδια:''' -ων, τά ([[κρέκω]]), είδος τάπητα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κρεκάδια:''' -ων, τά ([[κρέκω]]), είδος τάπητα, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεκάδια:''' (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 31 December 2018
English (LSJ)
ων, τά, a kind of
A tapestry, Ar.V.1215.
Greek (Liddell-Scott)
κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.
Greek Monolingual
κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].
Greek Monotonic
κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).