γραμματικεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γραμμᾰτικεύομαι:''' αποθ., είμαι [[γραμματικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γραμμᾰτικεύομαι:''' αποθ., είμαι [[γραμματικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γραμμᾰτικεύομαι:''' изучать литературу, быть грамматиком Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Dep.,
A to be a grammarian, AP9.169 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 504] dep. med., Grammatiker sein, die γράμματα lehren, Pallad. 41 (IX, 169).
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτικεύομαι: ἀποθ., εἶμαι γραμματικός, Ἀνθ. Π. 9. 169.
French (Bailly abrégé)
s’occuper de grammaire ou de littérature.
Étymologie: γραμματικός.
Greek Monotonic
γραμμᾰτικεύομαι: αποθ., είμαι γραμματικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτικεύομαι: изучать литературу, быть грамматиком Anth.