ἕκατος: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕκᾰτος:''' ὁ ([[ἑκάς]]), αυτός που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἕκᾰτος:''' ὁ ([[ἑκάς]]), αυτός που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕκᾰτος:''' [[ἑκάς]] далекоразящий (эпитет Аполлона и Артемиды) Hom., Her., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, shortd. fr. ἑκατη-βόλος (q.v.), epith. of Apollo, Il.7.83, 20.295 :—as Subst., ἕκατος, ὁ, 1.385,20.71 (connected with ἑκατόν (sc. βέλη) by Simon.26 A) :—fem. ἑκάτη, epith. of Artemis, A.Supp. 676 (lyr.), Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 753] ὁ, weit-, fernhin schießend, Beiwort des Apollo, Il. 7, 83. 20, 295 u. sp. D.; ἑκάτη, Bein. der Artemis, Aesch. Suppl. 661, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκᾰτος: ὁ, (ἑκὰς) ὁ τοξεύων μακράν, ὡς τὸ ἑκηβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Η. 83., Υ 295· ὡς οὐσιαστ., ἕκατος, ὁ, Ἰλ. Α. 385., Υ 71· - θηλ. ἑκάτη, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 676· πρβλ. Ἑκάτη.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui frappe au loin (Apollon) ; ὁ Ἕκατος le dieu qui frappe au loin (Apollon).
Étymologie: ἑκάς.
English (Autenrieth)
(ϝεκάς): far-working, subst., the far-worker; epith. of Apollo; cf. ἑκάεργος, ἑκατηβόλος. (Il.).
Greek Monotonic
ἕκᾰτος: ὁ (ἑκάς), αυτός που τοξεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἕκᾰτος: ἑκάς далекоразящий (эпитет Аполлона и Артемиды) Hom., Her., Aesch.