παραψύχω: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραψύχω:''' [ῡ], [[ψύχω]] [[ελαφρά]]· μεταφ., [[παρηγορώ]], καταπραΰνω, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''παραψύχω:''' [ῡ], [[ψύχω]] [[ελαφρά]]· μεταφ., [[παρηγορώ]], καταπραΰνω, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραψύχω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> охлаждать ([[θερμόν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. облегчать, утешать, успокаивать (τινα [[ἐπέεσσι]] Theocr. - v. l. μελέεσσιν). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῡ],
A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.). 2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.
Greek (Liddell-Scott)
παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.
French (Bailly abrégé)
rafraîchir;
Moy. παραψύχομαι fig. adoucir, consoler.
Étymologie: παρά, ψύχω.
Greek Monolingual
ΜΑ
παρηγορώ, κατευνάζω τη θλίψη ή τον πόνο
αρχ.
ψύχω σιγά σιγά, δροσίζω.
Greek Monotonic
παραψύχω: [ῡ], ψύχω ελαφρά· μεταφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
παραψύχω: (ῡ)1) охлаждать (θερμόν Plut.);
2) med. облегчать, утешать, успокаивать (τινα ἐπέεσσι Theocr. - v. l. μελέεσσιν).