προενσείω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προενσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σείω]], [[κινώ]] από [[πριν]], <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''προενσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σείω]], [[κινώ]] από [[πριν]], <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προενσείω:''' раньше наталкиваться, натыкаться (τινί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A fling troops at before, τινὰς τῷ Κρατερῷ Plu.Eum. 6.
German (Pape)
[Seite 720] vorher hineinrütteln, -schütteln, -schlagen, Plut. Eumen. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προενσείω: ἐνσείω πρότερον ἢ ἐνώπιον, πρὸς πολεμίους τινὶ Πλούτ. Εὐμέν. 6.
French (Bailly abrégé)
lancer auparavant contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐνσείω.
Greek Monolingual
Α
εκσφενδονίζω προηγουμένως κάτι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνσείω «εκσφενδονίζω»].
Greek Monotonic
προενσείω: μέλ. -σω, σείω, κινώ από πριν, τινά τινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προενσείω: раньше наталкиваться, натыкаться (τινί Plut.).