τεθορυβημένως: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεθορῠβημένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[θορυβέω]], με θόρυβο, σε Ξεν.
|lsmtext='''τεθορῠβημένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[θορυβέω]], με θόρυβο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τεθορῠβημένως:''' [от part. pf. к [[θορυβέω]] беспорядочно, в беспорядке (ἀποχωρεῖν Xen.).
}}
}}

Revision as of 04:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθορῠβημένως Medium diacritics: τεθορυβημένως Low diacritics: τεθορυβημένως Capitals: ΤΕΘΟΡΥΒΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tethorybēménōs Transliteration B: tethorybēmenōs Transliteration C: tethoryvimenos Beta Code: teqorubhme/nws

English (LSJ)

Adv., (θορυβέω)

   A tumultuously, in a disorderly manner, ἀποχωρεῖν X.HG5.3.5.

German (Pape)

[Seite 1079] adv. part. perf. pass. von θορυβέω, mit Lärm, mit Unordnung, ἀποχωρεῖν, Xen. Hell. 5, 3, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
tumultueusement, en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de θορυβέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, χωρίς τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθορυβημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θορυβῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τεθορῠβημένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του θορυβέω, με θόρυβο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τεθορῠβημένως: [от part. pf. к θορυβέω беспорядочно, в беспорядке (ἀποχωρεῖν Xen.).