πέπληγον: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπληγον:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πλήσσω]]· απαρ. [[πεπληγέμεν]], μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. [[πεπλήγετο]].
|lsmtext='''πέπληγον:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πλήσσω]]· απαρ. [[πεπληγέμεν]], μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. [[πεπλήγετο]].
}}
{{elru
|elrutext='''πέπληγον:''' эп. aor. 2 к [[πλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 01:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπληγον Medium diacritics: πέπληγον Low diacritics: πέπληγον Capitals: ΠΕΠΛΗΓΟΝ
Transliteration A: péplēgon Transliteration B: peplēgon Transliteration C: pepligon Beta Code: pe/plhgon

English (LSJ)

πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς,

   A v. πλήσσω.

German (Pape)

[Seite 560] aor. II. zu πλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπληγον: πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, ἴδε ἐν λέξ πλήσσω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. épq. de πλήσσω.

English (Autenrieth)

see πλήσσω.

Greek Monotonic

πέπληγον: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πλήσσω· απαρ. πεπληγέμεν, μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. πεπλήγετο.

Russian (Dvoretsky)

πέπληγον: эп. aor. 2 к πλήσσω.