ἀνεμώκης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]), [[ταχύς]], γρήγορος όπως ο [[άνεμος]], σε Ευρ., Αριστ.
|lsmtext='''ἀνεμώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]), [[ταχύς]], γρήγορος όπως ο [[άνεμος]], σε Ευρ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμώκης:''' быстрый как ветер ([[νεφέλα]] Eur.; δῖναι Arph.).
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμώκης Medium diacritics: ἀνεμώκης Low diacritics: ανεμώκης Capitals: ΑΝΕΜΩΚΗΣ
Transliteration A: anemṓkēs Transliteration B: anemōkēs Transliteration C: anemokis Beta Code: a)nemw/khs

English (LSJ)

ες,

   A swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.

German (Pape)

[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.

Spanish (DGE)

-ες

• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.

Greek Monolingual

ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].

Greek Monotonic

ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμώκης: быстрый как ветер (νεφέλα Eur.; δῖναι Arph.).