χρυσοειδής: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όπως ο [[χρυσός]], σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''χρῡσοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όπως ο [[χρυσός]], σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοειδής:''' похожий на золото, цвета золота, золотистый ([[χρῶμα]] Xen.; γῆ Plat.; [[μέλι]] Arst.; [[κόμη]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A like gold, γῆ Pl.Phd. 110c; χρῶμα X.Cyr.7.1.2, cf. Thphr.HP6.3.5; μέλι Arist.HA627a2; κόμη Plu.2.771b; of a kind of jaundice, Hp. ap. Herod.Med(?). in Rh.Mus.49.554.
German (Pape)
[Seite 1380] ές, goldartig, goldähnlich; γῆ Plat. Phaed. 110 e; χρῶμα Xen. Cyr. 7, 1,1; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοειδής: -ές, ὅμοιος χρυσῷ, γῆ Πλάτ. Φαίδων 110C· χρῶμα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2· μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· κόμη Πλούτ. 2. 771Β. - Ἐπίρρ. -δῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σελ. 81, 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à de l’or.
Étymologie: χρυσός, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α
όμοιος με χρυσό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές
χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ειδής].
Greek Monotonic
χρῡσοειδής: -ές (εἶδος), όπως ο χρυσός, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοειδής: похожий на золото, цвета золота, золотистый (χρῶμα Xen.; γῆ Plat.; μέλι Arst.; κόμη Plut.).